Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔ.e.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poétique poétiques

poétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία