poétique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poétique | poétiques |
poétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- poétique - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- poétique - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online