Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

plimildigi < pli + mild(a) + -ig- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα plimildigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας plimildigas plimildiganta plimildigata
αόριστος plimildigis plimildiginta plimildigita
μέλλοντας plimildigos plimildigonta plimildigota
υποθετική plimildigus - -
προστακτική plimildigu - -

plimildigi (eo)