Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pleutre pleutres

pleutre (fr) αρσενικό

  1. άτολμος, δειλός άνθρωπος

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pleutre pleutres

pleutre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άτολμος, δειλός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία