pleutre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pleutre | pleutres |
pleutre (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pleutre | pleutres |
pleutre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pleutre | pleutres |
pleutre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pleutre | pleutres |
pleutre (fr) αρσενικό ή θηλυκό