planet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
planet | planets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplanet (en)
- ο πλανήτης
- ↪ How many planets has the astronaut visited?
- Πόσους πλανήτες έχει επισκεφτεί ο αστροναύτης;
- ↪ How many planets has the astronaut visited?