plébiscitaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- plébiscitaire < plébiscite
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ple.bi.si.tɛʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plébiscitaire | plébiscitaires |
plébiscitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με δημοψήφισμα