Ετυμολογία

επεξεργασία
piss oneself <  δείτε τις λέξεις piss και oneself

piss oneself (en)

  1. (αργκό, χυδαίο, κυριολεκτικά) τα κάνω πάνω μου
      Many times before some match I would drink so much beer. And, when the race was starting, I would start peeing and I thought I was going to piss myself!
    Πολλές φορές πριν από κάποιο ματς έπινα τόσο πολλές μπύρες. Και, όταν ξεκινούσε ο αγώνας, όλο κατουριόμουν και νόμιζα ότι θα τα κάνω πάνω μου!
  2. (αργκό, χυδαίο, μεταφορικά) τα κάνω πάνω μου
      I thought that I was going to piss myself out of fear.
    Νόμιζα ότι θα τα κάνω πάνω μου από τον φόβο.