piss oneself
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαpiss oneself (en)
- (αργκό, χυδαίο, κυριολεκτικά) τα κάνω πάνω μου
- ⮡ Many times before some match I would drink so much beer. And, when the race was starting, I would start peeing and I thought I was going to piss myself!
- Πολλές φορές πριν από κάποιο ματς έπινα τόσο πολλές μπύρες. Και, όταν ξεκινούσε ο αγώνας, όλο κατουριόμουν και νόμιζα ότι θα τα κάνω πάνω μου!
- ⮡ Many times before some match I would drink so much beer. And, when the race was starting, I would start peeing and I thought I was going to piss myself!
- (αργκό, χυδαίο, μεταφορικά) τα κάνω πάνω μου
- ⮡ I thought that I was going to piss myself out of fear.
- Νόμιζα ότι θα τα κάνω πάνω μου από τον φόβο.
- ⮡ I thought that I was going to piss myself out of fear.
Πηγές
επεξεργασία- piss oneself - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω