Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ʁwɛt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pirouette pirouettes

pirouette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία