pioviggine
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pioviggine < piovigginare
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pioviggine | pioviggini |
pioviggine (it) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη piovere
Πηγές επεξεργασία
- pioviggine - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).