Ετυμολογία

επεξεργασία
pioviggine < piovigginare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pioviggine pioviggini

pioviggine (it) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη piovere