Ετυμολογία

επεξεργασία
pigri < pigr- + -i
ρήμα pigri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pigras pigranta pigrata
αόριστος pigris pigrinta pigrita
μέλλοντας pigros pigronta pigrota
υποθετική pigrus - -
προστακτική pigru - -

pigri (eo)

li pigras lerni - δεν έχει όρεξη να μάθει (για μάθηση)