piechotą
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpiechotą < piechota
Έκφραση
επεξεργασίαpiechotą (pl)
- (επιρρηματικά) με τα πόδια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- tam, gdzie król chodzi piechotą: εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος του (κατά λέξη: εκεί που και ο βασιλιάς πάει με τα πόδια)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαpiechotą (pl)