Ετυμολογία

επεξεργασία
pico- < ισπανικό pico (= μικρό ποσό, κυριολεκτικά άκρη, μύτη)

pico-



ΔΦΑ : /pi.ko/

pico- (fr)

  • δείτε παραπάνω
picofarad, picoseconde