photocopieuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɔ.to.kɔ.pjøz/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
photocopieuse | photocopieuses |
photocopieuse (fr) θηλυκό
- το φωτοτυπικό μηχάνημα
Ταυτόσημο επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη photocopier