photochimique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɔ.tɔ.ʃi.mik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
photochimique | photochimiques |
photochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
photochimique | photochimiques |
photochimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό