Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fle.bɔ.lɔɡ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
phlébologue phlébologues

phlébologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία