Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fle.bɔ.ɡʁa.fi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
phlébographie phlébographies

phlébographie (fr) θηλυκό

  1. η φλεβογραφία
  2. η φλεβογράφηση

Δείτε επίσης

επεξεργασία