philotechnique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.lɔ.tɛk.nik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
philotechnique | philotechniques |
philotechnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
philotechnique | philotechniques |
philotechnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό