Ετυμολογία

επεξεργασία
philologue < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
philologue philologues

philologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό