phalanstère
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- phalanstère < phalange (<αρχαία ελληνική φάλαγξ) + monastère (<αρχαία ελληνική μοναστήριον). Την λέξη επινόησε ο François Marie Charles Fourier/Σαρλ Φουριέ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.lɑ̃s.tɛʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαphalanstère (fr)