Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

phalacrocorax < αρχαία ελληνική φαλακρός + κόραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

phalacrocorax (la)

  1. ο « μαύρος φαλακροκόρακας », phalacrocorax carbo
  2. ο όρος περιλαμβάνει και άλλα είδη κορμοράνων (π.χ. το είδος φαλακροκόραξ αριστοτέλης κ.α.)