phalacrocorax
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- phalacrocorax < αρχαία ελληνική φαλακρός + κόραξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαphalacrocorax (la)
- ο « μαύρος φαλακροκόρακας », phalacrocorax carbo
- ο όρος περιλαμβάνει και άλλα είδη κορμοράνων (π.χ. το είδος φαλακροκόραξ αριστοτέλης κ.α.)