Ετυμολογία

επεξεργασία
perturbi < perturb + -i
ρήμα perturbi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας perturbas perturbanta perturbata
αόριστος perturbis perturbinta perturbita
μέλλοντας perturbos perturbonta perturbota
υποθετική perturbus - -
προστακτική perturbu - -

perturbi (eo)