Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

perfero < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

perfero (la)

  1. μετακομίζω, μεταφέρω
  2. ανέχομαι, υποστηρίζω
  3. οδηγώ ή κάνω κάτι μέχρι τέλους, ολοκληρώνω