Ετυμολογία

επεξεργασία
peksimet < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική بكسمات (peksimet) και بكسماد (beksemad) < νέα ελληνική παξιμάδι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛc.si.ˈmɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

peksimet (tr)

Παράγωγα

επεξεργασία