Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpazur/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pazur (pl) αρσενικό

  1. το νύχι (ζώου ή πουλιού)
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) πολύ μακριά νύχια