paysannat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paysannat | paysannats |
Ουσιαστικό επεξεργασία
paysannat (fr) αρσενικό
- η αγροτιά, το σύνολο των αγροτών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη paysan
ενικός | πληθυντικός |
paysannat | paysannats |
paysannat (fr) αρσενικό