patrouille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- patrouille < patrouiller
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
patrouille | patrouilles |
patrouille (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
patrouille | patrouilles |
patrouille (fr) θηλυκό