Ετυμολογία

επεξεργασία
patrouille < patrouiller

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.tʁuj/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patrouille patrouilles

patrouille (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία