Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patin patins

patin (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • patin à glace
  • patin à roulettes

Συγγενικά

επεξεργασία