patchy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈpætʃɪ/
Ετυμολογία en
επεξεργασίαcharacterized by or made up of patches[1] (ενικός patch)
Επίθετο
επεξεργασίαpatchy (en)
- ανομοιογενής
- Συνώνυμα: uneven in quality
- πιτσιλωτός, διάστικτος
- σποραδικός
- Συνώνυμα: scattered