Ετυμολογία

επεξεργασία
partopreni < parto + preni
ρήμα partopreni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας partoprenas partoprenanta partoprenata
αόριστος partoprenis partopreninta partoprenita
μέλλοντας partoprenos partoprenonta partoprenota
υποθετική partoprenus - -
προστακτική partoprenu - -

partopreni (eo)

Συγγενικά

επεξεργασία