particule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
particule | particules |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
particule (fr) θηλυκό
- (γραμματική) το μόριο
- (φυσική) το σωματίδιο
ενικός | πληθυντικός |
particule | particules |
particule (fr) θηλυκό