parthénogénétique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parthénogénétique | parthénogénétiques |
Επίθετο
επεξεργασίαparthénogénétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
parthénogénétique | parthénogénétiques |
parthénogénétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό