parsimonious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˌpɑːsɪˈməʊnɪəs/
Ετυμολογία en
επεξεργασία?
Επίθετο
επεξεργασίαparsimonious (en)
- υπερβολικά τσιγκούνης
- (μεταφορικά) φειδωλός
- (μεταφορικά) για διαδικασία η οποία απαιτεί είτε λιγότερες πρώτες ύλες, είτε είναι απλούστερη[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3046257/ φράση: However, the dual requirement of testosterone and estrogen in male behaviors can also be explained by a more parsimonious model in which testosterone is limited to acting as a prohormone for estrogen in the brain. - Control of masculinization of the brain and behavior - Melody V. Wu1 and Nirao M. Shah - NCBI, PMC