parmesan
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
parmesan (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paʁ.mə.zɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
parmesan | parmesans |
parmesan (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) η παρμεζάνα