parente
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαparente (pt) < λατινικό parens
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
parente | parentes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαparente (pt)
- ο συγγενής
Επίθετο
επεξεργασίαparente (pt)
- ο,η συγγενής (π.χ. συγγενής γλώσσα), ο συγγενικός