pare-fumée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-fumée | pare-fumée |
pare-fumée (fr) αρσενικό
- μηχανισμός που απορροφά και εκδιώκει τον καπνό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-fumée | pare-fumée |
pare-fumée (fr) αρσενικό