Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pare-fumée < parer + fumée

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
pare-fumée pare-fumée

pare-fumée (fr) αρσενικό

  • μηχανισμός που απορροφά και εκδιώκει τον καπνό