parasitologie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ʁa.zi.tɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parasitologie | parasitologies |
parasitologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
parasitologie | parasitologies |
parasitologie (fr) θηλυκό