Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ʁa.psi.kɔ.lɔ.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parapsychologie parapsychologies

parapsychologie (fr) θηλυκό