Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ʁa.pɛ̃.tist/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parapentiste parapentistes

parapentiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό