paramagnétique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ʁa.ma.ɲe.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paramagnétique | paramagnétiques |
paramagnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paramagnétique | paramagnétiques |
paramagnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό