parallélépipède
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
parallélépipède | parallélépipèdes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
parallélépipède (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία) το παραλληλεπίπεδο
ενικός | πληθυντικός |
parallélépipède | parallélépipèdes |
parallélépipède (fr) αρσενικό