Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

papier peint → δείτε τις λέξεις papier και peint (ζωγραφιστό χαρτί)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
papier peint papiers peints

papier peint (fr) αρσενικό