Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papaia (it)

  1. (δέντρο) η παπάγια
  2. (φρούτο) η παπάγια, ο καρπός που τρώγεται και ωμός αλλά και μαγειρεύεται