παπάγια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παπάγια | οι | παπάγιες |
γενική | της | παπάγιας | — | |
αιτιατική | την | παπάγια | τις | παπάγιες |
κλητική | παπάγια | παπάγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπάγια < (άμεσο δάνειο) ισπανική papaya < γλώσσα καρίμπ papáia
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπάγια θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές τροπικό φυτό της Κεντρικής Αμερικής, με εδώδιμους καρπούς
- (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- παπάγια στη Βικιπαίδεια