Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπάγια οι παπάγιες
      γενική της παπάγιας
    αιτιατική την παπάγια τις παπάγιες
     κλητική παπάγια παπάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
παπάγια κομμένη στα δυο

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπάγια < (άμεσο δάνειο) ισπανική papaya < γλώσσα καρίμπ papáia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπάγια θηλυκό

  1. (φυτό) αειθαλές τροπικό φυτό της Κεντρικής Αμερικής, με εδώδιμους καρπούς
  2. (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία