Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.pa.tɔ.lo.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
paléopathologie paléopathologies

paléopathologie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία