paléontologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paléontologique | paléontologiques |
paléontologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paléontologique | paléontologiques |
paléontologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό