paléontographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.leɔ̃.tɔ.ɡʁa.fi/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
paléontographique | paléontographiques |
paléontographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paléontographique | paléontographiques |
paléontographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό