paléoclimatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paléoclimatique | paléoclimatiques |
paléoclimatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paléoclimatique | paléoclimatiques |
paléoclimatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό