Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpeɪdʒɪŋ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
paging pagings

paging (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • paging στην αγγλική Βικιπαίδεια