Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ʁi.skɔp/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
périscope périscopes

périscope (fr) αρσενικό