Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔʁ.tɔ.ʁɛ.ksi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
orthorexie orthorexies

orthorexie (fr) θηλυκό