orlon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
orlon < ονομασία με την οποία κατοχυρώθηκε το ομώνυμο συνθετικό υλικό, από το οποίο παράγεται το ύφασμα, από την Αμερικάνικη εταιρεία DuPont στη δεκαετία του 1950
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
orlon | orlons |
orlon (fr) αρσενικό
- το ορλόν (ύφασμα)